πέριττον

πέριττον
περίοιδα
know well
perf imperat act 2nd dual
περίοιδα
know well
perf ind act 2nd dual
περίοιδα
know well
perf ind act 3rd dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περιττόν — περισσός beyond the regular number masc acc sg (attic) περισσός beyond the regular number neut nom/voc/acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσός — ή, ό και περιττός, ή, ό / περισσός, ή, όν, ΝΜΑ, και περσός, ή, ό Ν, και αττ. τ. περιττός, ή, όν, Α 1. αυτός που υπερβαίνει το κανονικό μέτρο, που περισσεύει, που πλεονάζει, περίσσιος, παραπανήσιος 2. άφθονος, πολύς 3. (στη νεοελλ. μόνον ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • Im Anfang war das Wort — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ …   Deutsch Wikipedia

  • In vino veritas — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Epsilon — Epsilon Inhaltsverzeichnis …   Deutsch Wikipedia

  • облишиѥ — ОБЛИШИ|Ѥ (5*), ˫А с. 1.Излишество, превышение необходимой нормы: Приноситсѧ и сиць како о тои чс҃тi г҃лъ. гл҃ть бо сѧ аще и облишье е(с). акы сласть. (περιττότερος) ГБ XIV, 188б. 2. Выделение; вещество, выделенное организмом: ˫ако животѹ. дани… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • плъть — ПЛЪТ|Ь (933), И с. 1.Плоть, тело: вьсѣмъ ѡтърекъсѧ съ бесплътьныими христа непрѣстаньно славословѧ. ѡтъ дѣвы… плъть приимъша. Стих 1156–1163, 31 об.; ˫ако же и плъть всю расѣчи. и кръвьмъ течени˫а изнести. (σορκας) ЖФСт к. XII, 68; ˫ако же ѥдинъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

  • παρενόχλημα — το, ΜΑ [παρενοχλώ] η παρενόχληση («πανοίκιος... συναναιρεθεὶς ὡς περιττὸν ἄχθος καὶ παρενόχλημα», Φίλ.) …   Dictionary of Greek

  • περίσκον — τὸ, Α το φυτό στρύχνος ο μανικός, αλλ. περιττόν ή περισσόν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”